Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κομαροφάγος
κομάω
κομβίον
κομβοθηλεία
κομβολύτης
κόμβος
κομβόω
κόμβωμα
κομέτιον
κομέω
κομέω2
κόμη
κομήεις
κόμης
Κομηταμυνίας
κομήτης
κομία
κομιδά
κομιδή
κομιδῇ
κομίζω
View word page
κομέω2
[(Ion.) have long hair > κομάω]

ShortDef

to take care of, attend to, tend
[(Ion.) have long hair > κομάω]

Debugging

Headword:
κομέω2
Headword (normalized):
κομέω
Headword (normalized/stripped):
κομεω2
IDX:
49617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49618
Key:

Data

{'content': '[(Ion.) have long hair > κομάω]'}