Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κόμα
κόμαρι
κόμαρος
κομαροφάγος
κομάω
κομβίον
κομβοθηλεία
κομβολύτης
κόμβος
κομβόω
κόμβωμα
κομέτιον
κομέω
κομέω2
κόμη
κομήεις
κόμης
Κομηταμυνίας
κομήτης
κομία
κομιδά
View word page
κόμβωμα
robe
ShortDef
robe
Debugging
Headword:
κόμβωμα
Headword (normalized):
κόμβωμα
Headword (normalized/stripped):
κομβωμα
IDX:
49614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49615
Key:
Data
{'content': 'robe'}