Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολώνη
Κολωνῆθεν
κολωνοειδής
κολωνός
Κολωνός
κολῳός
κόμα
κόμαρι
κόμαρος
κομαροφάγος
κομάω
κομβίον
κομβοθηλεία
κομβολύτης
κόμβος
κομβόω
κόμβωμα
κομέτιον
κομέω
κομέω2
κόμη
View word page
κομάω
to let the hair grow long; give oneself airs

ShortDef

to let the hair grow long; give oneself airs

Debugging

Headword:
κομάω
Headword (normalized):
κομάω
Headword (normalized/stripped):
κομαω
IDX:
49608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49609
Key:

Data

{'content': 'to let the hair grow long; give oneself airs'}