Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμφιβαίνω
ἀμφιβάλλω
ἀμφίβασις
ἀμφίβιος
ἀμφίβλημα
ἀμφιβληστρευτική
ἀμφιβληστρεύω
ἀμφιβληστρικός
ἀμφιβληστροειδής
ἀμφίβληστρον
ἀμφίβλητος
ἀμφιβοάομαι
ἀμφιβόητος
ἀμφιβολεύς
ἀμφιβολέω
ἀμφιβολή
ἀμφιβολητικός
ἀμφιβολία
ἀμφίβολος
ἀμφιβόσκομαι
ἀμφίβουλος
View word page
ἀμφίβλητος
put
ShortDef
put
Debugging
Headword:
ἀμφίβλητος
Headword (normalized):
ἀμφίβλητος
Headword (normalized/stripped):
αμφιβλητος
IDX:
4959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4960
Key:
Data
{'content': 'put'}