Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολυμβητής
κολυμβητικός
κολυμβίς
κολυμβιτεύω
κόλυμβος
κολύμφατος
κολχικόν
Κολχίς
Κόλχοι
Κόλχος
κολῳάω
κόλων
κολώνα
Κολωναί
κολωνεία
κολώνη
Κολωνῆθεν
κολωνοειδής
κολωνός
Κολωνός
κολῳός
View word page
κολῳάω
to brawl, scold

ShortDef

to brawl, scold

Debugging

Headword:
κολῳάω
Headword (normalized):
κολῳάω
Headword (normalized/stripped):
κολωαω
IDX:
49593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49594
Key:

Data

{'content': 'to brawl, scold'}