Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κολυθροφιλάρπαξ
κολυμβάς
κολυμβάω
κολυμβήθρα
κολύμβησις
κολυμβητέον
κολυμβητής
κολυμβητικός
κολυμβίς
κολυμβιτεύω
κόλυμβος
κολύμφατος
κολχικόν
Κολχίς
Κόλχοι
Κόλχος
κολῳάω
κόλων
κολώνα
Κολωναί
κολωνεία
View word page
κόλυμβος
a diver
ShortDef
a diver
Debugging
Headword:
κόλυμβος
Headword (normalized):
κόλυμβος
Headword (normalized/stripped):
κολυμβος
IDX:
49587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49588
Key:
Data
{'content': 'a diver'}