Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόλυθρον
κολυθροφιλάρπαξ
κολυμβάς
κολυμβάω
κολυμβήθρα
κολύμβησις
κολυμβητέον
κολυμβητής
κολυμβητικός
κολυμβίς
κολυμβιτεύω
κόλυμβος
κολύμφατος
κολχικόν
Κολχίς
Κόλχοι
Κόλχος
κολῳάω
κόλων
κολώνα
Κολωναί
View word page
κολυμβιτεύω
plunge into a tank

ShortDef

plunge into a tank

Debugging

Headword:
κολυμβιτεύω
Headword (normalized):
κολυμβιτεύω
Headword (normalized/stripped):
κολυμβιτευω
IDX:
49586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49587
Key:

Data

{'content': 'plunge into a tank'}