Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κόλυθροι
κόλυθρον
κολυθροφιλάρπαξ
κολυμβάς
κολυμβάω
κολυμβήθρα
κολύμβησις
κολυμβητέον
κολυμβητής
κολυμβητικός
κολυμβίς
κολυμβιτεύω
κόλυμβος
κολύμφατος
κολχικόν
Κολχίς
Κόλχοι
Κόλχος
κολῳάω
κόλων
κολώνα
View word page
κολυμβίς
a diver
ShortDef
a diver
Debugging
Headword:
κολυμβίς
Headword (normalized):
κολυμβίς
Headword (normalized/stripped):
κολυμβις
IDX:
49585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49586
Key:
Data
{'content': 'a diver'}