Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κόλπωμα
κόλπωσις
κολπωτός
κολύβδαινα
κόλυθροι
κόλυθρον
κολυθροφιλάρπαξ
κολυμβάς
κολυμβάω
κολυμβήθρα
κολύμβησις
κολυμβητέον
κολυμβητής
κολυμβητικός
κολυμβίς
κολυμβιτεύω
κόλυμβος
κολύμφατος
κολχικόν
Κολχίς
Κόλχοι
View word page
κολύμβησις
fishery
ShortDef
fishery
Debugging
Headword:
κολύμβησις
Headword (normalized):
κολύμβησις
Headword (normalized/stripped):
κολυμβησις
IDX:
49581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49582
Key:
Data
{'content': 'fishery'}