Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολπόω
κολπώδης
κόλπωμα
κόλπωσις
κολπωτός
κολύβδαινα
κόλυθροι
κόλυθρον
κολυθροφιλάρπαξ
κολυμβάς
κολυμβάω
κολυμβήθρα
κολύμβησις
κολυμβητέον
κολυμβητής
κολυμβητικός
κολυμβίς
κολυμβιτεύω
κόλυμβος
κολύμφατος
κολχικόν
View word page
κολυμβάω
to plunge into the sea

ShortDef

to plunge into the sea

Debugging

Headword:
κολυμβάω
Headword (normalized):
κολυμβάω
Headword (normalized/stripped):
κολυμβαω
IDX:
49579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49580
Key:

Data

{'content': 'to plunge into the sea'}