Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολποειδής
κόλπος
κολπόω
κολπώδης
κόλπωμα
κόλπωσις
κολπωτός
κολύβδαινα
κόλυθροι
κόλυθρον
κολυθροφιλάρπαξ
κολυμβάς
κολυμβάω
κολυμβήθρα
κολύμβησις
κολυμβητέον
κολυμβητής
κολυμβητικός
κολυμβίς
κολυμβιτεύω
κόλυμβος
View word page
κολυθροφιλάρπαξ
one who loves to seize

ShortDef

one who loves to seize

Debugging

Headword:
κολυθροφιλάρπαξ
Headword (normalized):
κολυθροφιλάρπαξ
Headword (normalized/stripped):
κολυθροφιλαρπαξ
IDX:
49577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49578
Key:

Data

{'content': 'one who loves to seize'}