Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολπαβρός
κολπίας
κολπίζω
κολπίτης
κολποειδής
κόλπος
κολπόω
κολπώδης
κόλπωμα
κόλπωσις
κολπωτός
κολύβδαινα
κόλυθροι
κόλυθρον
κολυθροφιλάρπαξ
κολυμβάς
κολυμβάω
κολυμβήθρα
κολύμβησις
κολυμβητέον
κολυμβητής
View word page
κολπωτός
formed into folds

ShortDef

formed into folds

Debugging

Headword:
κολπωτός
Headword (normalized):
κολπωτός
Headword (normalized/stripped):
κολπωτος
IDX:
49573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49574
Key:

Data

{'content': 'formed into folds'}