Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολόχειρ
κολπαβρός
κολπίας
κολπίζω
κολπίτης
κολποειδής
κόλπος
κολπόω
κολπώδης
κόλπωμα
κόλπωσις
κολπωτός
κολύβδαινα
κόλυθροι
κόλυθρον
κολυθροφιλάρπαξ
κολυμβάς
κολυμβάω
κολυμβήθρα
κολύμβησις
κολυμβητέον
View word page
κόλπωσις
forming into a fold

ShortDef

forming into a fold

Debugging

Headword:
κόλπωσις
Headword (normalized):
κόλπωσις
Headword (normalized/stripped):
κολπωσις
IDX:
49572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49573
Key:

Data

{'content': 'forming into a fold'}