Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κολοφών
κολοφωνέω
Κολοφώνιος
κολόχειρ
κολπαβρός
κολπίας
κολπίζω
κολπίτης
κολποειδής
κόλπος
κολπόω
κολπώδης
κόλπωμα
κόλπωσις
κολπωτός
κολύβδαινα
κόλυθροι
κόλυθρον
κολυθροφιλάρπαξ
κολυμβάς
κολυμβάω
View word page
κολπόω
to form into a swelling fold
ShortDef
to form into a swelling fold
Debugging
Headword:
κολπόω
Headword (normalized):
κολπόω
Headword (normalized/stripped):
κολποω
IDX:
49569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49570
Key:
Data
{'content': 'to form into a swelling fold'}