Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόλουσμα
κολουστός
κολούω
κολοφών
Κολοφών
κολοφωνέω
Κολοφώνιος
κολόχειρ
κολπαβρός
κολπίας
κολπίζω
κολπίτης
κολποειδής
κόλπος
κολπόω
κολπώδης
κόλπωμα
κόλπωσις
κολπωτός
κολύβδαινα
κόλυθροι
View word page
κολπίζω
form into a bosom

ShortDef

form into a bosom

Debugging

Headword:
κολπίζω
Headword (normalized):
κολπίζω
Headword (normalized/stripped):
κολπιζω
IDX:
49565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49566
Key:

Data

{'content': 'form into a bosom'}