Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολουροπυραμίς
κόλουρος
κόλουσις
κόλουσμα
κολουστός
κολούω
κολοφών
Κολοφών
κολοφωνέω
Κολοφώνιος
κολόχειρ
κολπαβρός
κολπίας
κολπίζω
κολπίτης
κολποειδής
κόλπος
κολπόω
κολπώδης
κόλπωμα
κόλπωσις
View word page
κολόχειρ
maimed in the hand

ShortDef

maimed in the hand

Debugging

Headword:
κολόχειρ
Headword (normalized):
κολόχειρ
Headword (normalized/stripped):
κολοχειρ
IDX:
49562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49563
Key:

Data

{'content': 'maimed in the hand'}