Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολοσυρτός
κολούλια
κολουραῖος
κολουρόκωνος
κολουροπυραμίς
κόλουρος
κόλουσις
κόλουσμα
κολουστός
κολούω
κολοφών
Κολοφών
κολοφωνέω
Κολοφώνιος
κολόχειρ
κολπαβρός
κολπίας
κολπίζω
κολπίτης
κολποειδής
κόλπος
View word page
κολοφών
a summit, top, finishing

ShortDef

a summit, top, finishing
Colophon

Debugging

Headword:
κολοφών
Headword (normalized):
κολοφών
Headword (normalized/stripped):
κολοφων
IDX:
49558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49559
Key:

Data

{'content': 'a summit, top, finishing'}