Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κολοσσουργία
κολοσυρτός
κολούλια
κολουραῖος
κολουρόκωνος
κολουροπυραμίς
κόλουρος
κόλουσις
κόλουσμα
κολουστός
κολούω
κολοφών
Κολοφών
κολοφωνέω
Κολοφώνιος
κολόχειρ
κολπαβρός
κολπίας
κολπίζω
κολπίτης
κολποειδής
View word page
κολούω
to cut short, dock, curtail
ShortDef
to cut short, dock, curtail
Debugging
Headword:
κολούω
Headword (normalized):
κολούω
Headword (normalized/stripped):
κολουω
IDX:
49557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49558
Key:
Data
{'content': 'to cut short, dock, curtail'}