Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολοσσοποιός
κολοσσός
κολοσσουργία
κολοσυρτός
κολούλια
κολουραῖος
κολουρόκωνος
κολουροπυραμίς
κόλουρος
κόλουσις
κόλουσμα
κολουστός
κολούω
κολοφών
Κολοφών
κολοφωνέω
Κολοφώνιος
κολόχειρ
κολπαβρός
κολπίας
κολπίζω
View word page
κόλουσμα
that which is cut off, a piece

ShortDef

that which is cut off, a piece

Debugging

Headword:
κόλουσμα
Headword (normalized):
κόλουσμα
Headword (normalized/stripped):
κολουσμα
IDX:
49555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49556
Key:

Data

{'content': 'that which is cut off, a piece'}