Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόλος
Κολοσσαί
κολοσσιαῖος
κολοσσικός
κολοσσοβάμων
κολοσσοποιός
κολοσσός
κολοσσουργία
κολοσυρτός
κολούλια
κολουραῖος
κολουρόκωνος
κολουροπυραμίς
κόλουρος
κόλουσις
κόλουσμα
κολουστός
κολούω
κολοφών
Κολοφών
κολοφωνέω
View word page
κολουραῖος
steep, abrupt

ShortDef

steep, abrupt

Debugging

Headword:
κολουραῖος
Headword (normalized):
κολουραῖος
Headword (normalized/stripped):
κολουραιος
IDX:
49550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49551
Key:

Data

{'content': 'steep, abrupt'}