Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολοκορδόκολα
κολόκυμα
κολοκύνθη
κολοκυνθιάς
κολοκύνθινος
κολοκυνθών
κόλον
κόλος
Κολοσσαί
κολοσσιαῖος
κολοσσικός
κολοσσοβάμων
κολοσσοποιός
κολοσσός
κολοσσουργία
κολοσυρτός
κολούλια
κολουραῖος
κολουρόκωνος
κολουροπυραμίς
κόλουρος
View word page
κολοσσικός
enormous, gigantic

ShortDef

enormous, gigantic

Debugging

Headword:
κολοσσικός
Headword (normalized):
κολοσσικός
Headword (normalized/stripped):
κολοσσικος
IDX:
49543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49544
Key:

Data

{'content': 'enormous, gigantic'}