Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολοιτία
κολοιώδης
κολοκάσιον
κολοκορδόκολα
κολόκυμα
κολοκύνθη
κολοκυνθιάς
κολοκύνθινος
κολοκυνθών
κόλον
κόλος
Κολοσσαί
κολοσσιαῖος
κολοσσικός
κολοσσοβάμων
κολοσσοποιός
κολοσσός
κολοσσουργία
κολοσυρτός
κολούλια
κολουραῖος
View word page
κόλος
docked, curtal; (subst.) a kind of goat

ShortDef

docked, curtal; (subst.) a kind of goat

Debugging

Headword:
κόλος
Headword (normalized):
κόλος
Headword (normalized/stripped):
κολος
IDX:
49540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49541
Key:

Data

{'content': 'docked, curtal; (subst.) a kind of goat'}