Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολόβωσις
κολοιάρχης
κολοίαρχος
κολοιάω
κολοιός
κολοιτέα
κολοιτία
κολοιώδης
κολοκάσιον
κολοκορδόκολα
κολόκυμα
κολοκύνθη
κολοκυνθιάς
κολοκύνθινος
κολοκυνθών
κόλον
κόλος
Κολοσσαί
κολοσσιαῖος
κολοσσικός
κολοσσοβάμων
View word page
κολόκυμα
a large heavy wave

ShortDef

a large heavy wave

Debugging

Headword:
κολόκυμα
Headword (normalized):
κολόκυμα
Headword (normalized/stripped):
κολοκυμα
IDX:
49534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49535
Key:

Data

{'content': 'a large heavy wave'}