Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κολόβωμα
κολόβωσις
κολοιάρχης
κολοίαρχος
κολοιάω
κολοιός
κολοιτέα
κολοιτία
κολοιώδης
κολοκάσιον
κολοκορδόκολα
κολόκυμα
κολοκύνθη
κολοκυνθιάς
κολοκύνθινος
κολοκυνθών
κόλον
κόλος
Κολοσσαί
κολοσσιαῖος
κολοσσικός
View word page
κολοκορδόκολα
tripe
ShortDef
tripe
Debugging
Headword:
κολοκορδόκολα
Headword (normalized):
κολοκορδόκολα
Headword (normalized/stripped):
κολοκορδοκολα
IDX:
49533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49534
Key:
Data
{'content': 'tripe'}