Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολοβομάχη
κολοβόριν
κολοβόρινος
κολοβός
κολοβόσταχυς
κολοβότης
κολοβοτράχηλος
κολοβοῦρος
κολοβόω
κολοβώδης
κολόβωμα
κολόβωσις
κολοιάρχης
κολοίαρχος
κολοιάω
κολοιός
κολοιτέα
κολοιτία
κολοιώδης
κολοκάσιον
κολοκορδόκολα
View word page
κολόβωμα
the part taken away in mutilation

ShortDef

the part taken away in mutilation

Debugging

Headword:
κολόβωμα
Headword (normalized):
κολόβωμα
Headword (normalized/stripped):
κολοβωμα
IDX:
49523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49524
Key:

Data

{'content': 'the part taken away in mutilation'}