Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολοβόκερκος
κολοβομάχη
κολοβόριν
κολοβόρινος
κολοβός
κολοβόσταχυς
κολοβότης
κολοβοτράχηλος
κολοβοῦρος
κολοβόω
κολοβώδης
κολόβωμα
κολόβωσις
κολοιάρχης
κολοίαρχος
κολοιάω
κολοιός
κολοιτέα
κολοιτία
κολοιώδης
κολοκάσιον
View word page
κολοβώδης
stunted, stumpy

ShortDef

stunted, stumpy

Debugging

Headword:
κολοβώδης
Headword (normalized):
κολοβώδης
Headword (normalized/stripped):
κολοβωδης
IDX:
49522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49523
Key:

Data

{'content': 'stunted, stumpy'}