Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κολοβοκέρατος
κολοβόκερκος
κολοβομάχη
κολοβόριν
κολοβόρινος
κολοβός
κολοβόσταχυς
κολοβότης
κολοβοτράχηλος
κολοβοῦρος
κολοβόω
κολοβώδης
κολόβωμα
κολόβωσις
κολοιάρχης
κολοίαρχος
κολοιάω
κολοιός
κολοιτέα
κολοιτία
κολοιώδης
View word page
κολοβόω
to dock, curtail, shorten
ShortDef
to dock, curtail, shorten
Debugging
Headword:
κολοβόω
Headword (normalized):
κολοβόω
Headword (normalized/stripped):
κολοβοω
IDX:
49521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49522
Key:
Data
{'content': 'to dock, curtail, shorten'}