Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολοβιομαφόριον
κολόβιον
κολοβοδιέξοδος
κολοβοκέρατος
κολοβόκερκος
κολοβομάχη
κολοβόριν
κολοβόρινος
κολοβός
κολοβόσταχυς
κολοβότης
κολοβοτράχηλος
κολοβοῦρος
κολοβόω
κολοβώδης
κολόβωμα
κολόβωσις
κολοιάρχης
κολοίαρχος
κολοιάω
κολοιός
View word page
κολοβότης
stuntedness

ShortDef

stuntedness

Debugging

Headword:
κολοβότης
Headword (normalized):
κολοβότης
Headword (normalized/stripped):
κολοβοτης
IDX:
49518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49519
Key:

Data

{'content': 'stuntedness'}