Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολοβίζω
κολοβιομαφόριον
κολόβιον
κολοβοδιέξοδος
κολοβοκέρατος
κολοβόκερκος
κολοβομάχη
κολοβόριν
κολοβόρινος
κολοβός
κολοβόσταχυς
κολοβότης
κολοβοτράχηλος
κολοβοῦρος
κολοβόω
κολοβώδης
κολόβωμα
κολόβωσις
κολοιάρχης
κολοίαρχος
κολοιάω
View word page
κολοβόσταχυς
with short spikes

ShortDef

with short spikes

Debugging

Headword:
κολοβόσταχυς
Headword (normalized):
κολοβόσταχυς
Headword (normalized/stripped):
κολοβοσταχυς
IDX:
49517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49518
Key:

Data

{'content': 'with short spikes'}