Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κολοβανθής
κολοβίζω
κολοβιομαφόριον
κολόβιον
κολοβοδιέξοδος
κολοβοκέρατος
κολοβόκερκος
κολοβομάχη
κολοβόριν
κολοβόρινος
κολοβός
κολοβόσταχυς
κολοβότης
κολοβοτράχηλος
κολοβοῦρος
κολοβόω
κολοβώδης
κολόβωμα
κολόβωσις
κολοιάρχης
κολοίαρχος
View word page
κολοβός
docked, curtailed
ShortDef
docked, curtailed
Debugging
Headword:
κολοβός
Headword (normalized):
κολοβός
Headword (normalized/stripped):
κολοβος
IDX:
49516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49517
Key:
Data
{'content': 'docked, curtailed'}