Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολλυριοποιέομαι
κολλυρίων
κολλώδης
κόλλωτες
κολοβανθής
κολοβίζω
κολοβιομαφόριον
κολόβιον
κολοβοδιέξοδος
κολοβοκέρατος
κολοβόκερκος
κολοβομάχη
κολοβόριν
κολοβόρινος
κολοβός
κολοβόσταχυς
κολοβότης
κολοβοτράχηλος
κολοβοῦρος
κολοβόω
κολοβώδης
View word page
κολοβόκερκος
with a docked tail

ShortDef

with a docked tail

Debugging

Headword:
κολοβόκερκος
Headword (normalized):
κολοβόκερκος
Headword (normalized/stripped):
κολοβοκερκος
IDX:
49512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49513
Key:

Data

{'content': 'with a docked tail'}