Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολλύριον
κολλυριοποιέομαι
κολλυρίων
κολλώδης
κόλλωτες
κολοβανθής
κολοβίζω
κολοβιομαφόριον
κολόβιον
κολοβοδιέξοδος
κολοβοκέρατος
κολοβόκερκος
κολοβομάχη
κολοβόριν
κολοβόρινος
κολοβός
κολοβόσταχυς
κολοβότης
κολοβοτράχηλος
κολοβοῦρος
κολοβόω
View word page
κολοβοκέρατος
with stunted horns, short-horned

ShortDef

with stunted horns, short-horned

Debugging

Headword:
κολοβοκέρατος
Headword (normalized):
κολοβοκέρατος
Headword (normalized/stripped):
κολοβοκερατος
IDX:
49511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49512
Key:

Data

{'content': 'with stunted horns, short-horned'}