Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κολλυρικός
κολλύριον
κολλυριοποιέομαι
κολλυρίων
κολλώδης
κόλλωτες
κολοβανθής
κολοβίζω
κολοβιομαφόριον
κολόβιον
κολοβοδιέξοδος
κολοβοκέρατος
κολοβόκερκος
κολοβομάχη
κολοβόριν
κολοβόρινος
κολοβός
κολοβόσταχυς
κολοβότης
κολοβοτράχηλος
κολοβοῦρος
View word page
κολοβοδιέξοδος
having a curtailed passage
ShortDef
having a curtailed passage
Debugging
Headword:
κολοβοδιέξοδος
Headword (normalized):
κολοβοδιέξοδος
Headword (normalized/stripped):
κολοβοδιεξοδος
IDX:
49510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49511
Key:
Data
{'content': 'having a curtailed passage'}