Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμφιαλής
Ἀμφίαλος
ἀμφίαλος
ἀμφιάνακτες
Ἀμφιάραος
ἀμφίασις
ἀμφίασμα
ἀμφιαχυῖα
ἀμφιάχω
ἀμφιβαίνω
ἀμφιβάλλω
ἀμφίβασις
ἀμφίβιος
ἀμφίβλημα
ἀμφιβληστρευτική
ἀμφιβληστρεύω
ἀμφιβληστρικός
ἀμφιβληστροειδής
ἀμφίβληστρον
ἀμφίβλητος
ἀμφιβοάομαι
View word page
ἀμφιβάλλω
to throw

ShortDef

to throw

Debugging

Headword:
ἀμφιβάλλω
Headword (normalized):
ἀμφιβάλλω
Headword (normalized/stripped):
αμφιβαλλω
IDX:
4950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4951
Key:

Data

{'content': 'to throw'}