Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κολλύρα
κολλυρίζω
κολλυρικός
κολλύριον
κολλυριοποιέομαι
κολλυρίων
κολλώδης
κόλλωτες
κολοβανθής
κολοβίζω
κολοβιομαφόριον
κολόβιον
κολοβοδιέξοδος
κολοβοκέρατος
κολοβόκερκος
κολοβομάχη
κολοβόριν
κολοβόρινος
κολοβός
κολοβόσταχυς
κολοβότης
View word page
κολοβιομαφόριον
short
ShortDef
short
Debugging
Headword:
κολοβιομαφόριον
Headword (normalized):
κολοβιομαφόριον
Headword (normalized/stripped):
κολοβιομαφοριον
IDX:
49508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49509
Key:
Data
{'content': 'short'}