Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόλλυβος
κολλύρα
κολλυρίζω
κολλυρικός
κολλύριον
κολλυριοποιέομαι
κολλυρίων
κολλώδης
κόλλωτες
κολοβανθής
κολοβίζω
κολοβιομαφόριον
κολόβιον
κολοβοδιέξοδος
κολοβοκέρατος
κολοβόκερκος
κολοβομάχη
κολοβόριν
κολοβόρινος
κολοβός
κολοβόσταχυς
View word page
κολοβίζω
mutilate

ShortDef

mutilate

Debugging

Headword:
κολοβίζω
Headword (normalized):
κολοβίζω
Headword (normalized/stripped):
κολοβιζω
IDX:
49507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49508
Key:

Data

{'content': 'mutilate'}