Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολλυβιστικός
κόλλυβος
κολλύρα
κολλυρίζω
κολλυρικός
κολλύριον
κολλυριοποιέομαι
κολλυρίων
κολλώδης
κόλλωτες
κολοβανθής
κολοβίζω
κολοβιομαφόριον
κολόβιον
κολοβοδιέξοδος
κολοβοκέρατος
κολοβόκερκος
κολοβομάχη
κολοβόριν
κολοβόρινος
κολοβός
View word page
κολοβανθής
bearing stunted

ShortDef

bearing stunted

Debugging

Headword:
κολοβανθής
Headword (normalized):
κολοβανθής
Headword (normalized/stripped):
κολοβανθης
IDX:
49506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49507
Key:

Data

{'content': 'bearing stunted'}