Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολλυβιστής
κολλυβιστικός
κόλλυβος
κολλύρα
κολλυρίζω
κολλυρικός
κολλύριον
κολλυριοποιέομαι
κολλυρίων
κολλώδης
κόλλωτες
κολοβανθής
κολοβίζω
κολοβιομαφόριον
κολόβιον
κολοβοδιέξοδος
κολοβοκέρατος
κολοβόκερκος
κολοβομάχη
κολοβόριν
κολοβόρινος
View word page
κόλλωτες
stone

ShortDef

stone

Debugging

Headword:
κόλλωτες
Headword (normalized):
κόλλωτες
Headword (normalized/stripped):
κολλωτες
IDX:
49505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49506
Key:

Data

{'content': 'stone'}