Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόλλουρος
κόλλοψ
κολλυβιστήριον
κολλυβιστής
κολλυβιστικός
κόλλυβος
κολλύρα
κολλυρίζω
κολλυρικός
κολλύριον
κολλυριοποιέομαι
κολλυρίων
κολλώδης
κόλλωτες
κολοβανθής
κολοβίζω
κολοβιομαφόριον
κολόβιον
κολοβοδιέξοδος
κολοβοκέρατος
κολοβόκερκος
View word page
κολλυριοποιέομαι
to be made into collyrium

ShortDef

to be made into collyrium

Debugging

Headword:
κολλυριοποιέομαι
Headword (normalized):
κολλυριοποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
κολλυριοποιεομαι
IDX:
49502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49503
Key:

Data

{'content': 'to be made into collyrium'}