Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κολλόροβον
κολλούρα
κολλουρίς
κόλλουρος
κόλλοψ
κολλυβιστήριον
κολλυβιστής
κολλυβιστικός
κόλλυβος
κολλύρα
κολλυρίζω
κολλυρικός
κολλύριον
κολλυριοποιέομαι
κολλυρίων
κολλώδης
κόλλωτες
κολοβανθής
κολοβίζω
κολοβιομαφόριον
κολόβιον
View word page
κολλυρίζω
bake
ShortDef
bake
Debugging
Headword:
κολλυρίζω
Headword (normalized):
κολλυρίζω
Headword (normalized/stripped):
κολλυριζω
IDX:
49499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49500
Key:
Data
{'content': 'bake'}