Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγκιστρώδης
ἀγκιστρωτός
ἀγκλάριον
ἄγκοινα
ἀγκοίνη
ἀγκονίω
ἄγκος
ἀγκτήρ
ἀγκυλένδετος
ἀγκυλέομαι
ἀγκύλη
ἀγκυλητός
ἀγκυλιδωτός
ἀγκυλίζομαι
ἀγκύλιον
ἀγκυλίς
ἀγκύλλω
ἀγκυλοβλέφαρον
ἀγκυλόγλωσσον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδειρος
View word page
ἀγκύλη
a loop
ShortDef
a loop
Debugging
Headword:
ἀγκύλη
Headword (normalized):
ἀγκύλη
Headword (normalized/stripped):
αγκυλη
IDX:
494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-495
Key:
Data
{'content': 'a loop'}