Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολλοπόω
κολλοπώλης
κολλόροβον
κολλούρα
κολλουρίς
κόλλουρος
κόλλοψ
κολλυβιστήριον
κολλυβιστής
κολλυβιστικός
κόλλυβος
κολλύρα
κολλυρίζω
κολλυρικός
κολλύριον
κολλυριοποιέομαι
κολλυρίων
κολλώδης
κόλλωτες
κολοβανθής
κολοβίζω
View word page
κόλλυβος
a small coin

ShortDef

a small coin

Debugging

Headword:
κόλλυβος
Headword (normalized):
κόλλυβος
Headword (normalized/stripped):
κολλυβος
IDX:
49497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49498
Key:

Data

{'content': 'a small coin'}