Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολλοπεύω
κολλοπίζω
κολλοπόω
κολλοπώλης
κολλόροβον
κολλούρα
κολλουρίς
κόλλουρος
κόλλοψ
κολλυβιστήριον
κολλυβιστής
κολλυβιστικός
κόλλυβος
κολλύρα
κολλυρίζω
κολλυρικός
κολλύριον
κολλυριοποιέομαι
κολλυρίων
κολλώδης
κόλλωτες
View word page
κολλυβιστής
a small money-changer

ShortDef

a small money-changer

Debugging

Headword:
κολλυβιστής
Headword (normalized):
κολλυβιστής
Headword (normalized/stripped):
κολλυβιστης
IDX:
49495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49496
Key:

Data

{'content': 'a small money-changer'}