Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κόλλιξ
κολλομελέω
κολλοπεύω
κολλοπίζω
κολλοπόω
κολλοπώλης
κολλόροβον
κολλούρα
κολλουρίς
κόλλουρος
κόλλοψ
κολλυβιστήριον
κολλυβιστής
κολλυβιστικός
κόλλυβος
κολλύρα
κολλυρίζω
κολλυρικός
κολλύριον
κολλυριοποιέομαι
κολλυρίων
View word page
κόλλοψ
the peg
ShortDef
the peg
Debugging
Headword:
κόλλοψ
Headword (normalized):
κόλλοψ
Headword (normalized/stripped):
κολλοψ
IDX:
49493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49494
Key:
Data
{'content': 'the peg'}