Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολλητός
κόλλητρα
κολλίκιος
κολλικοφάγος
κόλλιξ
κολλομελέω
κολλοπεύω
κολλοπίζω
κολλοπόω
κολλοπώλης
κολλόροβον
κολλούρα
κολλουρίς
κόλλουρος
κόλλοψ
κολλυβιστήριον
κολλυβιστής
κολλυβιστικός
κόλλυβος
κολλύρα
κολλυρίζω
View word page
κολλόροβον
shepherd's staff

ShortDef

shepherd's staff

Debugging

Headword:
κολλόροβον
Headword (normalized):
κολλόροβον
Headword (normalized/stripped):
κολλοροβον
IDX:
49489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49490
Key:

Data

{'content': "shepherd's staff"}