Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμφί
ἀμφιάζω
ἀμφιαλής
Ἀμφίαλος
ἀμφίαλος
ἀμφιάνακτες
Ἀμφιάραος
ἀμφίασις
ἀμφίασμα
ἀμφιαχυῖα
ἀμφιάχω
ἀμφιβαίνω
ἀμφιβάλλω
ἀμφίβασις
ἀμφίβιος
ἀμφίβλημα
ἀμφιβληστρευτική
ἀμφιβληστρεύω
ἀμφιβληστρικός
ἀμφιβληστροειδής
ἀμφίβληστρον
View word page
ἀμφιάχω
to fly shrieking about

ShortDef

to fly shrieking about

Debugging

Headword:
ἀμφιάχω
Headword (normalized):
ἀμφιάχω
Headword (normalized/stripped):
αμφιαχω
IDX:
4948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4949
Key:

Data

{'content': 'to fly shrieking about'}