Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κολλητίωνες
κολλητός
κόλλητρα
κολλίκιος
κολλικοφάγος
κόλλιξ
κολλομελέω
κολλοπεύω
κολλοπίζω
κολλοπόω
κολλοπώλης
κολλόροβον
κολλούρα
κολλουρίς
κόλλουρος
κόλλοψ
κολλυβιστήριον
κολλυβιστής
κολλυβιστικός
κόλλυβος
κολλύρα
View word page
κολλοπώλης
dealer in glue
ShortDef
dealer in glue
Debugging
Headword:
κολλοπώλης
Headword (normalized):
κολλοπώλης
Headword (normalized/stripped):
κολλοπωλης
IDX:
49488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49489
Key:
Data
{'content': 'dealer in glue'}