Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κολλητικός
κολλητίωνες
κολλητός
κόλλητρα
κολλίκιος
κολλικοφάγος
κόλλιξ
κολλομελέω
κολλοπεύω
κολλοπίζω
κολλοπόω
κολλοπώλης
κολλόροβον
κολλούρα
κολλουρίς
κόλλουρος
κόλλοψ
κολλυβιστήριον
κολλυβιστής
κολλυβιστικός
κόλλυβος
View word page
κολλοπόω
glue together
ShortDef
glue together
Debugging
Headword:
κολλοπόω
Headword (normalized):
κολλοπόω
Headword (normalized/stripped):
κολλοποω
IDX:
49487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49488
Key:
Data
{'content': 'glue together'}