Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολλητής
κολλητικός
κολλητίωνες
κολλητός
κόλλητρα
κολλίκιος
κολλικοφάγος
κόλλιξ
κολλομελέω
κολλοπεύω
κολλοπίζω
κολλοπόω
κολλοπώλης
κολλόροβον
κολλούρα
κολλουρίς
κόλλουρος
κόλλοψ
κολλυβιστήριον
κολλυβιστής
κολλυβιστικός
View word page
κολλοπίζω
tighten with screws

ShortDef

tighten with screws

Debugging

Headword:
κολλοπίζω
Headword (normalized):
κολλοπίζω
Headword (normalized/stripped):
κολλοπιζω
IDX:
49486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49487
Key:

Data

{'content': 'tighten with screws'}