Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κολλητήριον
κολλητής
κολλητικός
κολλητίωνες
κολλητός
κόλλητρα
κολλίκιος
κολλικοφάγος
κόλλιξ
κολλομελέω
κολλοπεύω
κολλοπίζω
κολλοπόω
κολλοπώλης
κολλόροβον
κολλούρα
κολλουρίς
κόλλουρος
κόλλοψ
κολλυβιστήριον
κολλυβιστής
View word page
κολλοπεύω
to be a κόλλοψ II.2

ShortDef

to be a κόλλοψ II.2

Debugging

Headword:
κολλοπεύω
Headword (normalized):
κολλοπεύω
Headword (normalized/stripped):
κολλοπευω
IDX:
49485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49486
Key:

Data

{'content': 'to be a κόλλοψ II.2'}